Σας δηγήθηκα για τη δική μου Άνι, η οποία έχει μάθει ότι όταν πάμε εστιατόριο μπορεί να χρησιμοποιεί απεριόριστο χρόνο το κινητό μου; Εμείς μιλάμε στην ησυχία μας, η Άνι έχει χαθεί σε κάποια παράλληλη πραγματικότητα και … κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού ακούω έναν ήχο – ο ήχος αυτός δεν είναι πια του παιχνιδιού, αλλά κάπως μηχανοποιημένος, τρομερός, ηλεκτρονικός ρυθμός. Τραβάω το κινητό από τα χέρια της Άνις και αυτή μου λέει: «Α, κοιτάω λίγες «βλακείες», τι τόσο έγινε;!». Τι ονομάζει «βλακείες» η Άνι;
Τώρα πια πρέπει να αρχίσω να ανησυχώ. Έχει μάθει να ψάχνει στο Youtube και ακόμα όταν κάνω απεγκατάσταση της εφαρμογής, μπαίνει μέσω των ταινιών του γατάκι που νιαουρίζει Τίκινγκ Τομ, που είναι παιδική εφαρμογή. Πολλά μπορώ να πω και για αυτό το πόσο δεν μ’ αρέσει η συμπεριφορά του Τομ που καθόλου δεν μιλάει αλλά βγάζει ακατανόητους ήχους, βασικά νιαουρίζει όταν τον χαϊδεύεις, αλλά και κάνει πρίτσι, εμετούς, ρεύεται και γενικά συμπεριφέρεται απαίσια. Ακόμα επιτρέπει να τον χτυπάς που το βρίσκω σκανδαλώδης. Αλλά να που κάνει και άλλα – δίνει πρόσβαση στην πιο ανεπτυγμένη τεχνική σκέψη σε όλο το μη λογοκριμένο και απέραντο youtube, το οποίο θα δείξει στο μικρό σας το θησαυρό τα βίντεο που εσείς έχετε δει πρόσφατα. Δηλαδή εάν εσείς βλέπετε ειδήσεις και τζαζ, δεν υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Αλλά μεταξύ αυτών μπορεί να γλιστρήσει τα πάντα. Για αυτό τον λόγω πρέπει να ξέρετε πάντα τι βλέπουν τα παιδιά σας. Πως; Ακούγοντας τους, τουλάχιστον.
Προς το παρόν η Άνι βλέπει … πραγματικά μόνο «βλακείες».
«Οι βλακείες» είναι μικρά βίντεο που έχουν τραβηχτεί στις περισσότερες των περιπτώσεων από παιδιά, αλλά μερικές φορές από τους γονείς τους, στα οποία άλλα παιδιά παίζουν με παιχνιδάκια. Αυτό φαίνεται πολύ αθώα. Αλλά δεν είναι. Πάρα να βγει από το σπίτι με φίλους ή μόνο του να σκεφτεί παιχνίδια και μ’ αυτόν τον τρόπο να αναπτύσσει την φαντασία του, το παιδί σας ζει σε μια εικονική πραγματικότητα (συχνά τραβηγμένη απαράδεκτα και με πολύ κακό ήχο), στην οποία τα παιχνίδια συχνά γίνονται «κακά», ανεπίτρεπτα, αναξιοπρεπή. Έχω δει και παρόμοια κινούμενα σχέδια, στα οποία οι αγαπημένοι ήρωες των παιδιών, παραδείγματος χάριν από τις ταινίες του Ντίσνεϊ, συμπεριφέρονται με κακό τρόπο. Τους χτυπάνε ή οι ίδιοι γίνονται κακοποιοί και συμπεριφέρονται άσχημα.
Δεν έχει τίποτα κακό και στα κακά αισθήματα και αυτά πρέπει να εκφραστούν, λένε οι ειδικοί. Κάθε παιδί πρέπει να είναι και «κακό» μερικές φορές. Αλλά είναι η παρακολούθηση μη ελεγχομένου περιεχομένου του διαδικτύου, που έχει κατασκευαστεί από ποιος ξέρει ποιον και με ποιο σκοπό, ακριβώς αυτή την πόρτα για απελευθέρωση της ψυχής του παιδιού σας; Δεν το πιστεύω.
Η Καναδή ψυχολόγος Άλισον Σέϊφερ συμβουλεύει:
«Τα σημερινά παιδιά σαν να γεννιούνται με έμφυτη ικανότητα να τα καταφέρνουν στο ψηφιακό κόσμο. Οι γονείς συχνά εφαρμόζουν δρακόντεια μέτρα – πλήρης αποκλεισμός – για να εξασφαλίσουν τη δική τους αίσθηση ελέγχου πάνω στη ζωή και στις απασχολίες των παιδιών τους. Οι απαγορεύσεις θα έπρεπε να μας έχουν μάθει ότι η πολιτική της μηδαμινής ανεκτικότητας και το κτίσιμο τοίχων μόνο μαθαίνουν τα παιδιά να σκαρφαλώνουν πιο ψηλά, να σκάβουν ή να παρακάμπτουν.
Έχω φθάσει στο συμπέρασμα ότι η καλύτερη πολιτική είναι να μένουμε με ανοιχτά τα μάτια και σε επιφυλακή. Προτείνω μάθηση και ασταμάτητος διάλογος με τα παιδιά. Πιο πολύ από κάθε άλλη φορά θα έπρεπε να μπορούν να βασιστούν στις συμβουλές μας, να σέβονται τα όρια που τους βάζουμε και να έρθουν σε μας, όταν τα πράγματα μπερδευτούν.
Πολύ συχνά τα παιδιά δεν λένε στους γονείς όταν δούνε κάτι κακό, όταν άγνωστο άτομο τους μιλάει στο διαδίκτυο ή γίνουν στόχο διαδικτυακής βίας, επειδή φοβούνται ότι θα έχουν πρόσθετα προβλήματα. Εάν τους εκπαιδεύουμε μέσω τιμωριών, θέτουμε τα παιδιά μας σε κίνδυνο.
Δηλαδή, αφήστε για τα μέσα μαζικής ενημέρωση να διασπείρουν απειλές, εμείς πρέπει να μάθουμε τα παιδιά σε νέο είδος ασφάλειας, πρέπει να είμαστε πληροφορημένοι γονείς οι οποίοι ξέρουν πώς να βάζουν τα όρια, τα οποία τα παιδιά ευσυνείδητα θα τηρούν.
«Προετοιμάστε πάρα να προφυλάσσετε» – είναι το σύνθημα. Εσείς δεν μπορείτε να αλλάξετε τον κόσμο, αλλά μπορείτε να προετοιμάσετε τα παιδιά να κινούνται με ασφάλεια σ’ αυτόν.
«Μαμά, δεν θα βλέπω πια «βλακείες», υπόσχομαι!» τελειώνει η Άνι με τη σαλάτα της. «Μόνο θα βάλω «Όπα, γκανγκμαν στάϊλ» σε εκτέλεση της Έλζας και της Άνας! Είναι πολύ αστείο! Και τέλος!» μου κλείνει το μάτι συνωμοτικά. Όλο το εστιατόριο ακούει αυτό το, ειλικρινά, απαίσιο κομμάτι σε ακόμα πιο απαίσια εκτέλεσης της μουσικής. Όλα τα βλέμματα γυρνάνε προς εμάς. Άνι χοροπηδάει χαρούμενη μπροστά από την οθόνη, ενώ οι ντροπιασμένοι γονείς της ανακατεύουν αμήχανα τα πιάτα τους.
«Οπ, οπ, οπ, οπ,» φωνάζουν από την οθόνη οι χορεύοντας αυτού του κακής ποιότητας κομματιού η Έλζα, η Άνα και ο Όλαφ…. Γιατί τα παιδιά δεν έχουν γούστο; Θέμα για άλλη μια συζήτηση. Είναι δύσκολο να εξηγηθεί. 🙂